ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΕ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ. ΚΑΙ... ΝΑ ΜΑΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΕ!

Στην 5η Ανθολογία της ΕΕΛΣΠΗ η Βάνα Κοντομέρκου-Δημητροπούλου, ΗΠΑ


Η Βάνα Κοντομέρκου-Δημητροπούλου, ΗΠΑ
Εκδόσεις Όστρια, Αθήνα 2017

Ασφαλώς και στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν φωνές, ιδιαίτερα στην υποβαθμισμένη ύπαιθρο, οι «χωριάτες» με τις δικές τους καθημερινές αυθόρμητες παραστάσεις που πηγάζουν από τον ανεξάντλητο λόγο, μοναδικό μας πλούτο, συνυφασμένο ιδιαίτερα με την ποίηση. Τις ρίζες του, βαθιά γαντζωμένες στην πανάρχαια ελληνική γη, ο παντοκράτωρ χρόνος δεν αγγίζει.
 

Η Βάνα Δημητροπούλου- Κοντομέρκου, γεννήθηκε στην Αθήνα. Τελείωσε τις Γυμνασιακές σπουδές της στο Αρσάκειο Πατρών, όπου τελειόφοιτος βραβεύτηκε από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Πατρών για την έκθεσή της «Άγιος Ανδρέας». Απεφοίτησε από την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με πτυχίο της Ελληνικής Φιλολογίας. Έκτοτε έζησε στον Καναδά και στην Αμερική. Από το 1980 διαμένει στο Κοννέκτικατ των Ηνωμένων Πολιτειών.
Είναι ιδρυτικό και ενεργό μέλος του Ελληνικού Πολιτιστικού Συλλόγου της Ελληνικής Κοινότητας της Αγίας Τριάδος Μπρίτζπορτ, όπου διετέλεσε πρόεδρος κατά τα έτη (1988-1993). Επίσης, είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Ελλάδος και Αμερικής και της ΕΕΛΣΠΗ. Έγραψε τα πεζογραφήματα: «Ο ήλιος έβγαινε από την Δύση» (1983 Δωρικός), «Αύριο… ίσως» (1984 Δωδώνη), που μεταφράστηκε στα Αγγλικά με τίτλο «The Edge of the Day»( 1997 Seaburn, NY), το «Ανάμεσα σε δυο πατρίδες»(1986 Δωδώνη), «Φλογισμένες Πέτρες» (2007 Ηλέκτρα) ιστορικό μυθιστόρημα.
Παρουσιάσεις των βιβλίων της, έχουν γίνει σε Ομογενειακούς συλλόγους, στα βιβλιοπωλεία Barnes and Nobles της Νέας Υόρκης και Ελευθερουδάκη, στην Αθήνα. Επίσης, οι «Φλογισμένες Πέτρες», παρουσιάστηκαν από την Ελληνική τηλεοπτική εκπομπή, ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ της ΕΡΤ3, στην Ελλάδα.
 
10 Rutlee Dr. Trumbull, CT. 06611. U.S.A.
Tel: ( 203 ) 268-3327
   VKontomerkos@aol.com
 

Με άφατη ευγνωμοσύνη
 
Στην χώρα που σφράγισε την πρώτη μου ανάσα.
Χάρισε ταυτότητα στη ύπαρξή μου
και γέμισε το πνεύμα μου με την περήφανη
Ψυχή της.
 
Ελλάδα μου

 
Αφουγκράζομαι με πόνο την οδύνη των Παθών σου.
Πιστεύω βαθειά στην αθάνατη Πηγή της ζωής που φέρνει την Ανάσταση. Θα έρθει, καρδιά μου. Θα έρθει η Ανατολή.    
 
Πατρίδα μου
 
Σ’ ευχαριστώ
 Κοντομέρκου Βάνα
 
 
Η ε π ί σ κ ε ψ η
 
Η βροχή είχε σταματήσει. Περπατούσε σκυφτή, ακούγοντας τα λούκια να στάζουν πάνω στα πεζοδρόμια. Τα βήματά της, την οδηγούσαν μόνα τους στο μικρό διώροφο σπιτάκι, στο Μεταξουργείο. Πόσο τ’ αγαπούσε αυτό το σπιτάκι! Ένας Θεός μόνο ήξερε... Η ζωή της ολόκληρη, ήταν γεμάτη απ’ αυτό. Από χρώματα, λουλούδια και μυρουδιές που έβγαιναν μέσα από τα παλιά του κουφώματα και σανίδια και είχαν ποτίσει το είναι της. Οι αναμνήσεις, ένας πολύτιμος θησαυρός που είχε κλείσει ερμητικά μέσα της ενάντια στην φθορά του χρόνου.
Μια ανακατωμένη νοσταλγία την πλημμύρισε. Σήμερα όλα είχαν αλλάξει. Ό, τι άγγιξε ο χρόνος το αλλοίωσε. Τα λουλούδια δεν υπήρχαν πια στα παρτέρια. Ο θησαυρός, ήταν τώρα οι κίτρινες μαργαρίτες, η αδυναμία της μητέρας της, που γέμιζαν από μόνες τους κάθε άνοιξη τον μικρό κήπο μπροστά στην κουζίνα, καθώς επίσης και οι αναμνήσεις, που είχαν τυλίξει με τον ίσκιο τους τον αιωνόβιο κισσό που είχε χορταριάσει την μάντρα του σπιτιού.

Η δασιά και απλωμένη παρουσία του, της έφερνε πάντα το αίσθημα δροσιάς και προστασίας. Τον αγαπούσε αυτόν τον κισσό. Είχε ηλικιωθεί κι αυτός συντροφιαστά με τα θεμέλια του σπιτιού τονίζοντας έτσι πιο έντονα την διαφορά του κάθε πρόσφατου νεόχτιστου που φύτρωνε τριγύρω.
Προχωρούσε αφηρημένα, ρουφώντας τα δάκρυα, που έσταζε το μελαγχολικό μεσημέρι. Πατούσε μέσα στις λακκούβες του νερού, πάνω στα σπασμένα πεζοδρόμια και στα μουσκεμένα φύλλα, που στριμώχνονταν μέσα στ’ αυλάκια του δρόμου.

Είχε μπει ο Μάης. Ο μήνας της αναγέννησης και του έρωτα. Το ’νοιωθε στον αέρα. Έβλεπε τα πουλιά και την αλλαγή της φύσης, που γινόταν αργά, αλλά σταθερά, σαν το οινόπνευμα που κυλάει στο αίμα, ξεφαντώνοντας τις αισθήσεις και το μυαλό. Μέσα στην ησυχία του μεσημεριού, η εικόνα τους, την πονούσε, σαν αλμυρές σταγόνες νερού πάνω σε πληγή, που αιμορραγούσε.
Κάθε φορά που ερχόταν στην μητέρα της, ήξερε θα την περίμενε με το μπρίκι έτοιμο για καφέ. Τον έφτιαχνε και τον έφερνε μαζί με κουλουράκια στο δωμάτιο που περνούσε όλη την ημέρα, κοντά στην μπαλκονόπορτα συντροφιά με το πλεχτό της και τις αναμνήσεις. Γιατί τώρα πια υπήρχαν μόνο οι αναμνήσεις.

Από τότε που πέθανε ο πατέρας της, είχε κλειστεί μέσα στο σπίτι. Έβγαινε μόνο έξω στα παρτέρια κι άνοιγε πάνω την μπαλκονόπορτα να μπαίνει μέσα καθαρός αέρας και η μοσχοβολιά κάθε που ανθούσε το μπουγαρίνι, που στόλιζε το μπαλκόνι.
-Γιατί κατέβασες έτσι απότομα την αυλαία στον έξω κόσμο…; την είχε ρωτήσει μια μέρα. Ούτε τις φίλες σου δεν βλέπεις πια.

-Το έργο, έφτασε στο τέλος, της είχε απαντήσει σταθερά. Μαζί του τέρμα και οι κομπάρσοι και το ακροατήριο. Το μόνο ακροατήριο που μ’ ενδιαφέρει από δω και μπρος είσαι μόνον εσύ.
Την είχε κοιτάξει με απορία. Όχι, απ’ ότι γνώριζε, ότι ήταν ποτέ πολλά τα πρόσωπα στην σκηνή. Αλλά και αυτή σαν θεατής, δεν θα μπορούσε να πει πάντα με σιγουριά, αυτό που παιζόταν κάθε φορά στο σανίδι. Αργότερα σαν παντρεύτηκε και η ίδια, κατάλαβε πως άλλο ήταν η σκηνή και άλλο τα παρασκήνια.

-Μα εγώ είμαι κόρη σου. Δεν είμαι ακροατήριο.
Θυμόταν, είχε χαμογελάσει με συγκατάβαση.
-Να το θυμάσαι αυτό…, της είχε πει και την αγκάλιασε με τρυφερότητα.
Έτσι και σήμερα. Σαν την είδε, άνοιξε την αγκαλιά της. Το χαμόγελό της αλάφρυνε την υγρασία της καρδιά της.

-Φαίνεσαι κουρασμένη, της είπε τρυφερά. Μέχρι τώρα, ήσουνα στο γραφείο;
     Έγνεψε καταφατικά και την ακολούθησε στην κουζίνα
-Πήγαινε πάνω να ξαπλώσεις λίγο. Θα φτιάξω τον καφέ και θα ’ρθω κι εγώ. Άνοιξε και την μπαλκονόπορτα. Σήμερα μπορεί να έβρεξε, αλλά η μέρα είναι ζεστή.
Κοίταζε την αγαπημένη της φιγούρα μέσα στο μισόθαμπο της κουζίνας. Η πλάτη της είχε κυρτώσει με τα χρόνια Τα σγουρά μαλλιά της πιασμένα σε κότσο, είχαν γίνει κάτασπρα. Παλιά θυμόταν, συνήθιζε να βάζει μπιγκουτί? να ντύνεται? να βάφεται... Αλλά μαζί με τον θάνατο του πατέρα της, εξανεμίστηκε και κάθε όρεξη για περιποίηση. Τώρα η παρουσία της, θύμιζε μια πολύτιμη εξαϋλωμένη ζωγραφιά, που μέσα από το θλιμμένο βλέμμα της, ανέδυε ο απόηχος ενός κόσμου παλιού, αφτιασίδωτου αλλά αληθινού.

-Δεν θα ξαπλώσω. Θα πάω για λίγο πάνω να δω το μπουγαρίνι. Αν και λίγο νωρίς για να ’βγαλε λουλούδια. Τον καφέ θα κατέβω να τον πιούμε εδώ στο κουζινάκι μας.
-Μα είναι σκοτεινό και έχει υγρασία. Τούτο το σπιτόπουλο, δεν είδε ποτέ το φως του ήλιου.
Της έπιασε τα χέρια μέσα στα δικά της. Λεπτά, στεγνά. Οι καφές βούλες τους, κράταγαν το βάρος της ηλικίας της.
-Το σπιτόπουλο… πάντα έτσι λες το μικρό μας σπίτι, ήταν πάντα ζεστό για μένα. Γιατί είχε τον ήλιο μέσα του.

Την κοίταξε γλυκά. Κάτι είχε αλλάξει στην έκφρασή της ή έτσι της φάνηκε; Την άφησε και ανέβηκε πάνω. Τα δυο μικρά δωμάτια έμοιαζαν σαν να μην τα άγγιξε ποτέ ο χρόνος. Όλα ήταν βυθισμένα σε μια γνώριμη σιωπή. Τα ίδια έπιπλα στην ίδια μεριά και τα κρεβάτια σκεπασμένα με τις ίδιες κουβέρτες, όπως τότε. Μόνο που τώρα το χρώμα τους είχε ξεθωριάσει. Μέσα από τις φευγάτες ηλιαχτίδες που μπαινόβγαιναν στα σύννεφα είδε ξανά τα μόρια της σκόνης να αιωρούνται στον αέρα. Παλιά θυμόταν, η παρουσία τους την διασκέδαζε. Δεν έπαυε να το λέει στην μητέρα της, όταν την έβλεπε συνέχεια να ξεσκονίζει. Σήμερα ακόμα κι αυτά, ήταν μια παρουσία.

Στο δωμάτιό της, τα πατζούρια ήταν κλειστά. Άνοιξε το παράθυρο. Κάποιες αχτίδες από διαλυμένα σκοτάδια του ήλιου μπήκαν δειλά στο δωμάτιο και το φώτισαν… Κάθισε παγωμένη στο κρεβάτι της. Μεμιάς ένας ολόκληρος κόσμος, ένα βουερό μελισσολόι από αναμνήσεις ξεπήδησε μπροστά της...
 
Τα χρόνια, τότε… που αυτή ακόμα γίνονταν. Χρόνια αθώα, ατραυμάτιστα, ποτισμένα με γάλα… Τα μάτια της γέμισαν. Πλησίασε το παράθυρο. Από το πρεβάζι του ο δρόμος κάτω, φαινόταν μια δρασκελιά. Κι αυτό, θυμόταν, ήταν η μεγαλύτερή της απόλαυση. Όλη η μαγεία των παιδικών της χρόνων, η τρυφερή ανατριχίλα της εφηβείας, τα χρόνια που ήρθε ο έρωτας, που της έφτιαχνε νύχτες αγρύπνιας και ψυχικού ερεθισμού, περνούσαν πάνω από αυτό το πρεβάζι έξω στην γειτονιά και την έλουζαν με χρυσάφι. Και πόσα άλλα… Λουλούδια, σκέψεις, δάκρυα, πνοές. Μια ανεπανάληπτη πτυχή ζωής, όπου τα λιγοστά πράγματα φτιαγμένα από λίγα και απ’ όλα στο νεανικό μυαλό της, φάνταζαν μαγευτικά.

Κι ο νους της έτρεχε ακατάπαυστα? ξανοιγόταν. Είχε την μοναδική ικανότητα να μεταμορφώνει την ψυχή και να φτιάχνει μέσα από το όνειρο, πολιτείες μενεξεδένιες. Ο έρωτας του Γιώργου την είχε μεταμορφώσει. Ζούσε σε μια έκσταση, σ’ ένα πάθος παράφορο, που δεν υποτασσόταν σε κανένα όριο λογικής. Κάθε βράδυ οι καντάδες και τα λουλούδια που της πέταγε, ήταν μια ανεξέλεγκτη πρόκληση στο σώμα που επαναστατούσε και μούσκευε τα μαξιλάρια με δάκρυα και ιδρώτα.
 
Σήμερα η μαγεία είχε διαλυθεί. Τα χρόνια που πέρασαν άφησαν την σφραγίδα τους στο κορμί της και στην ψυχή της. Χάιδεψε με το βλέμμα της τα έπιπλα, τα λιγοστά παλιά μπιμπελό της, μερικά βιβλία στην σκαλιστή εταζέρα της. Όλα αυτά σήμερα της έφερναν τόσο πόνο…
Πέρασε δίπλα στο δωμάτιο της μητέρας της και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Το μικρό μπαλκόνι ίσα που χωρούσε τις δύο πολυθρόνες των γονιών της. Η γλάστρα με το μπουγαρίνι στόλιζε πάντα την γωνία. Όχι. Δεν είχε ανθίσει ακόμα. Θυμήθηκε τα καλοκαίρια που η μητέρα της έκοβε μια φούχτα άνθη σ’ ένα πιατάκι και τα ’βαζε στο τραπέζι του σαλονιού. Μοσχοβολούσε όλο το δωμάτιο. Κι άλλοτε πάλι, πόσες φορές τα καρφίτσωνε στο στήθος της. Κάποτε μάλιστα, είχε ακούσει τον πατέρα της που της είπε, πως το μπουγαρίνι στο στήθος της, ήταν καλλίτερο κι από το πιο ακριβό κόσμημα.

Χαμογέλασε. Σίγουρα ήταν τρυφεροί ο ένας στον άλλο. Τώρα που το σκεφτόταν αλήθεια, πως μπορούσε να μετρήσει την αγάπη των γονιών της; Ποιός αγαπούσε λιγότερο και ποιός περισσότερο; Δύσκολο να κρίνει κανείς, όταν μια ζωή ανέβαζαν στην σκηνή καλοστημένες παραστάσεις. Εκτός… αν μπορούσε να τρυπώσει κανείς στα παρασκήνια. Αυτή όμως, δεν ασχολήθηκε ποτέ μ’ αυτό. Δεν την ενδιέφερε ν’ ασχοληθεί. Τα δικά της είχαν πάντα προτεραιότητα.

O ουρανός είχε αρχίσει να μαζεύει πάλι σύννεφα. Κοίταξε με απόγνωση τριγύρω... Τίποτα δεν ήταν πια όπως πρώτα. Τα γνωστά σπίτια δίπλα τους είχαν γκρεμιστεί και στην θέση τους είχαν υψωθεί πολυκατοικίες. Η γειτονιά άλλαζε. Όσο πήγαινε γινόταν απρόσωπη. Ξαφνικά, ένοιωσε να την ζώνει μια αφόρητη θλίψη. Έκλεισε την μπαλκονόπορτα και μπήκε μέσα. Η μυρουδιά του καφέ που ερχόταν από την κουζίνα, την συνέφερε. Είχε ξεχαστεί τελείως. Έριξε μια βιαστική ματιά στο εικονοστάσι στην γωνία του δωματίου. Ένοιωσε πάλι μέσα της τον ίδιο κόμπο, όπως κάθε φορά. Σ’ αυτό το εικονοστάσι, θυμόταν, είχε πιάσει γονατιστή την μητέρα της, τότε που αυτή επαναστάτησε άγρια και τους δήλωσε πως ανεξάρτητα από την γνώμη τους για τον Γιώργο, αυτή τον αγαπούσε και θα τον πάρει. Και τον πήρε.

-Τι έκανες τόση ώρα κει πάνω; Όπου να ’ταν θ’ ανέβαινα κι εγώ, της είπε η μητέρα της, όταν κατέβηκε.
-Το μπουγαρίνι δεν έχει λουλούδια. Πάντως η γλάστρα στολίζει το άδειο μπαλκόνι.
Αναστέναξε. -Τι περίμενες; Τις δυο πολυθρόνες που ήξερες; Πάνε εκείνοι οι καιροί... Όταν φεύγει κάτι, δεν ξαναγυρίζει, κόρη μου? χάνεται παντοτινά. Κι αν κάτι πάει να μοιάσει, λέω αν…, δεν είναι ποτέ το ίδιο.
-Σαν το ραγισμένο γυαλί; της ξέφυγε και το μετάνιωσε.

Την κοίταξε με προσοχή. Ένα αμυδρό χαμόγελο έσκασε στο πρόσωπό της.
-Συνήθως το λένε αυτό για μια προδομένη σχέση... Είναι όμως έκφραση πολλαπλής χρήσης. Ενώνεται ποτέ ένα σχισμένο ύφασμα χωρίς να γίνει ραφή; Κι όμως το μπαλώνουμε και το φοράμε, είπε.
Σέρβιρε τον καφέ και κάθισε απέναντί της.
-Δεν μπόρεσα να φτιάξω κουλούρια…, απολογήθηκε. Αυτή η ευλογημένη η μέση μου, με έχει ταράξει στον πόνο.
Μια ζωή, παραπονιόταν για την μέση της, που όσο πέρναγαν τα χρόνια γινόταν χειρότερα.
-Τώρα πια, δεν χρειάζεται να κουράζεσαι, μητέρα. Υπάρχουν όλα έτοιμα. Σκεφτόμουνα να έφερνα λίγα σήμερα, αλλά το μυαλό μου τελευταία, με έχει εγκαταλείψει.
Η κόρη μέσα στα μαύρα μάτια της, της φάνηκε να σμίκρυνε. Πόσο την ήξερε! Είχε πάντα τον τρόπο της να διεισδύει στην ψυχή της. Σε λίγο θα ερχόταν και η καυτή ερώτηση. Και ήρθε.
-Τσακώθηκες με τον άντρα σου.

Ο σίγουρος τόνος της φωνής της, δεν έκρυβε καν ερώτηση. Της ήρθε να γελάσει, αλλά δεν μπόρεσε.
-Όχι, δεν τσακώθηκα, απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε.
Δεν μίλησε. Έμεινε κάμποσο έτσι. Λες και η σιωπή της, έσερνε το βάρος της αλήθειας, που είχε αφομοιωθεί αόριστα μέσα στον χρόνο. Η ίδια απέφευγε να της μιλάει για τον γάμο της. Αλλά ήταν σίγουρη, πως εκείνη μέσα στην καρδιά της, πάντα ήξερε.

Ένοιωσε αμήχανα. Είχαν περάσει χρόνια από τότε, αλλά η αμφισβήτηση για τον Γιώργο, δεν έσβησε ποτέ μέσα της. Κάτι δεν τους πήγε καλά μαζί του απ’ την αρχή. Είχαν άλλα όνειρα γι αυτήν, όπως είπαν. Ο πατέρας της το ήπιε πικρό. Μελαγχόλησε. Παρ’ όλο που μετά τον γάμο, δεν ξανάπε ποτέ τίποτα. Η μητέρα της ήταν πιο δυνατή. Πάντα ήταν πιο δυνατή απ’ όλους. Κατάφερε και το έπνιξε κι αυτό μαζί με τ’ άλλα τραύματα που της έφεραν οι καιροί
 
Ο ελαφρός θόρυβος στο τζάμι του μικρού παράθυρου…


Βάιος Φασούλας
Ε.Ο. Καλαμπάκας 134
42131 ΤΡΙΚΑΛΑ
τηλ: +30 24310 72132
www.fasoulas.de
pelasgos@fasoulas.de

Πηγή
Μοιραστείτε το στο Google Plus

1ki1 news - ΕΝΑ ΚΙ ΕΝΑ news Θεσσαλία

Το 1ki1 News Group είναι πολυσυλλεκτικός διαδικτυακός τόπος που ανανεώνεται συνεχώς, όλο το 24ώρο, όλο τον χρόνο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου



ΜΕΡΙΚΑ ΜΟΝΟ (από τα πρώτα)... ΜΙΚΡΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΖΩΓΡΑΦΟ ΠΟΥ ΚΑΘΙΕΡΩΣΑΝ ΤΟ 1ki1 news ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ.

ΣΗΜΕΡΑ Η ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ 1ki1 news group MMS (modern media services) ME 1 ΚΕΝΤΡΙΚΟ SITE ΚΑΙ 100 "ΙΔΙΟΚΤΗΤΑ" BLOGS ΑΠΛΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΚΑΙ ΣΤΙΣ 13 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ!

ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΚΤΟΣ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ 1ki1 news ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΤΟ 1ki1 news ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ (ή όποιο άλλο όνομα της κάθε περιφέρειας).

ΠΙΛΟΤΙΚΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΤΟ 1ki1 news ΑΓΡΙΝΙΟ ΠΟΥ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 400 ΑΚΟΜΑ BLOGS ΩΣΤΕ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΕ ΔΗΜΟΣ ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ 1ki1 news!

ΗΔΗ ΕΡΓΑΖΟΜΑΣΤΕ ΕΠΑΝΩ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ PROJECT ΠΑΡΑ... ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ, ΤΟΣΟ ΜΕ ΤΗΝ GOOGLE ΟΣΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΚΕΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΕ ΟΤΙ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΣΗΜΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ BLOGGERS.

1ki1 News Group Video